Από την παχυσαρκία στο σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2
Είναι µονόδροµος; Υπάρχει λύση στο πρόβληµα;
Η παχυσαρκία αποτελεί παγκόσµια επιδηµία και συνδέεται µε αυξηµένο κίνδυνο διάφορων µεταβολικών διαταραχών, η πιο συχνή από τις οποίες είναι ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2. Η κλινική εµπειρία, αλλά και µελέτες επιβεβαιώνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των διαβητικών ατόµων τύπου 2 έχει σωµατικό βάρος παραπάνω από το κανονικό.
Σήµερα γνωρίζουµε ότι οι άνδρες εµφανίζουν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 σε µικρότερη ηλικία και σε χαµηλότερο βάρος από ό,τι οι γυναίκες. Πληθώρα µελετών αποδεικνύουν αυξηµένο κίνδυνο εµφάνισης σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2, ανάλογα µε το υπερβάλλον σωµατικό βάρος. Είναι πλέον κοινή γνώση ότι όσο µεγαλύτερη η αύξηση του σωµατικού βάρους στη διάρκεια της ζωής, τόσο µεγαλύτερος και ο κίνδυνος να εµφανιστεί σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2. Όσο λοιπόν αυξάνεται το σωµατικό λίπος και ιδιαίτερα το ενδοκοιλιακό λίπος, τόσο αυξάνεται η αντίσταση του ήπατος και των µυών στη δράση της ενδογενούς ινσουλίνης.
Η ινσουλινοαντίσταση χαρακτηρίζεται από ελαττωµένη ικανότητα της ινσουλίνης να διεγείρει τη χρησιµοποίηση της γλυκόζης από το µυϊκό και λιπώδη ιστό, όπως επίσης να αναστείλει την παραγωγή και απελευθέρωσή της. Μεγαλύτερη σηµασία για τις µεταβολικές επιπτώσεις έχει η εντόπιση παρά η συνολική ποσότητα του λίπους. Το σπλαγχνικό λίπος είναι λιγότερο ευαίσθητο στις αντι- λιπολυτικές ιδιότητες της ινσουλίνης σε σύγκριση µε το υποδόριο λίπος.
Η αυξηµένη ινσουλινοαντίσταση δηµιουργεί αντιρροπιστική υπερδραστηριότητα του β-κυττάρου, η οποία µε την πάροδο του χρόνου, οδηγεί σε έκπτωση, σχετική ή απόλυτη, του β-κυττάρου και την εµφάνιση σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2.
Η κατάλληλη διατροφή και άσκηση παραµένει ο θεµέλιος λίθος της αγωγής στο σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Άρα, για τον παχύσαρκο διαβητικό η διατροφή και η άσκηση, θα πρέπει να έχουν στόχο και τη µείωση του σωµατικού βάρους, στο µέτρο που αυτή είναι εφικτή και επιτεύξιµη. Είναι γνωστό ότι οι διαβητικοί χάνουν βάρος δυσκολότερα και σε µικρότερο βαθµό από τους µη διαβητικούς, ανεξάρτητα από την αντιδιαβητική αγωγή που ακολουθούν.
Η απώλεια βάρους µέσω υποθερµιδικής διατροφής µικτού τύπου, (πρωτεΐνες, λίπος και υδατάνθρακες στις σωστές αναλογίες), φαίνεται σήµερα ότι είναι η καλύτερη διαιτητική προσέγγιση. Η εξατοµίκευση των διατροφικών οδηγιών θα πρέπει να αφορά το ποσό των προσλαµβανόµενων θερµίδων, των διατροφικών επιλογών του ατόµου, του ωραρίου αποσχόλησής του και να αποσκοπεί στην τροποποίηση γενικότερα της διατροφικής του συµπεριφοράς, δηλαδή πότε, πώς, πόσο, πού, για ποιο λόγο τρώει.
Η ευνοϊκή επίδραση της απώλειας βάρους στη γλυκαιµία είναι εντυπωσιακή. Σε λίγες µόνο µέρες, η υποθερµιδική διατροφή µειώνει σηµαντικότατα τις τιµές της γλυκόζης του αίµατος, τόσο τις τιµές νηστείας, όσο και τις µεταγευµατικές. Αυτές οι µειώσεις εκφράζονται αµέσως στη µείωση της HbA1c.
Όσο µεγαλύτερη η απώλεια βαρους που επιτυγχάνει το άτοµο, τόσο µεγαλύτερη είναι και η µείωση της HbA1c, µείωση που µπορεί να φθάσει και πάνω από 2,0-2,5%. Σε µια µελέτη φάνηκε ότι σε νεοδιαγνωσθέντες παχύσαρκους διαβητικούς τύπου 2, όσο αύξαναν την απώλεια βάρους που επιτύγχαναν, τόσο αύξαναν το προσδόκιµο επιβίωσης από τη στιγµή της διάγνωσης.
Η απώλεια βάρους µε ολιγοθερµιδική δίαιτα δεν έχει µόνο ευνοϊκά αποτελέσµατα στα επίπεδα γλυκόζης του αίµατος, αλλά και σε πολλές άλλες κλασικές µεταβολικές παραµέτρους κινδύνου εµφάνισης καρδιαγγειακής νόσου. Η ολική χοληστερόλη, τα τριγλυκερίδια, αλλά και η LDL –χοληστερόλη µειώνονται σηµαντικά σε αντίθεση µε την HDL- χοληστερόλη που αυξάνεται σε διαβητικά τύπου 2 άτοµα, µετά από δίαιτα απώλειας βάρους. Η συστολική αρτηριακή πίεση και κυρίως η διαστολική πίεση µειώνονται σηµαντικά, επίσης το ουρικό οξύ του αίµατος αποκτά χαµηλότερα επίπεδα και συγχρόνως βελτιώνονται τα επίπεδα των θροµβογόνων παραγόντων του αίµατος.
Η αύξηση ή η αυξημένη σωματική δραστηριότητα, επιδρά αυξάνοντας τα οφέλη της δίαιτας, αφού μεγιστοποιεί την απώλεια ενδοκοιλιακού λίπους και ελαχιστοποιεί την απώλεια μυϊκού ιστού.
Η συστηματική άσκηση, γνωρίζουμε σήμερα ότι αποτρέπει την επανάκτηση του απολεσθέντος βάρους, μειώνει τη νοσηρότητα και κυρίως προκαλεί θετικές ψυχολογικές επιδράσεις και ευεξία. Επομένως, σημαντικό στοιχείο της αντιδιαβητικής θεραπείας ήταν και παραμένει η άσκηση.
Σε περίπτωση που η διατροφή και η φυσική άσκηση δεν είναι επαρκείς, συνιστάται συνδυασµός µε φαρµακευτική αγωγή ή/και χειρουργική επέµβαση. Η φαρµακευτική παρέµβαση µπορεί να περιλάβει τα φάρµακα κατά της παχυσαρκίας ( ορλιστάτη). Επίσης, ορισµένα αντιδιαβητικά φάρµακα (metformin, GLP-1 αγωνιστές) και κυρίως ο συνδυασµός τους µπορεί να βοηθήσει στην απώλεια βάρους. Βρέθηκε ότι η απώλεια 4 κιλών µε µη φαρµακευτικές παρεµβάσεις (εντατική υγιεινοδιαιτητική αγωγή) συσχετίστηκε µε σχεδόν 60% ελάττωση του κινδύνου για ανάπτυξη σακχαρώδους διαβήτη.
Σήµερα, οι επιστηµονικές διαβητολογικές εταιρίες όπως η Αµερικανική (ADA), αλλά και ο Παγκόσµιος Οργανισµός Υγείας, έχουν ορίσει ότι διαβητικοί τύπου 2, µε Δείκτη Μάζας Σώµατος µεγαλύτερο από 35kg/m2, και ιδιαίτερα αυτοί που έχουν επιπλοκές από το διαβήτη τους και ο οποίος δεν ρυθµίζεται ικανοποιητικά µε το βελτιωµένο τρόπο ζωής και τη φαρµακευτική αγωγή, µπορούν να υποβληθούν σε βαριατρική επέµβαση. Στις µελέτες βαριατρικής αντιµετώπισης της παχυσαρκίας παρατηρήθηκε, µετά τη χειρουργική επέµβαση, µείωση του κινδύνου για ΣΔ τύπου 2 κατά 90% περίπου.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι η ύπαρξη αυξηµένου σωµατικού βάρους και ιδιαίτερα παχυσαρκίας στα άτοµα µε διαβήτη τύπου 2, όχι µόνο αυξάνει την εµφάνιση επιπλοκών, αλλά δυσχεραίνει και την αντιδιαβητική αγωγή. Στο πλαίσιο της σφαιρικής προσέγγισης των προβληµάτων υγείας που καλείται να αντιµετωπίσει ο γιατρός, επιβάλλεται να συνυπολογίζεται στην οργάνωση της αντιδιαβητικής θεραπείας και να επιδιώκεται επίµονα και η απώλεια βάρους.
ΓΚΙΟΚΑ Κ. ΜΑΡΙΑ
Παθολόγος-Διαβητολόγος
Κανακάρη 95-97, Πάτρα
2610272382
6938265082